ΠΟΙΗΣΗ

Ποιήματα γραμμένα σε ανύποπτο χρόνο αποφάσισαν να αλλάξουν θέα και από το συρτάρι να μετοικήσουν σε ιστολόγιο της Google

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Δυο ημερών και αρκετών ωρών



                  Ενέκρινε ο Θεός και γινήκαν όλα αυτά
Μα τώρα νεύρα έχει η μαμά,ορμονικά
αγιασμένο το φερε στο φως,
την ρόγα την σκιάζει,
για δες πως το θηλάζει,
νέκταρ των Θεών του δίνει
και αυτό την θήλη δεν αφήνει
κάτι θέλει και δε λύνει...
Αστρολογικές αρμονίες
Κινήσεις δακτύλων αναλυτικές
ότι είναι πάνω είναι και κάτω,
στοχευμένη ενσάρκωση απ το πάνελ των ψυχών
το μπάζερ  πάτησε ο Θεός
 κι η ψυχή στροβιλιζόμενη αναζήτησε την λησμονιά.
λουσμένη σε κοσμικά νερά
μανιασμένα έτρεξε και μπόλιασε τη μήτρα
καλότυχο να ‘σαι πλασματάκι και χρόνο να μη χάσεις
ανέλαβε τον ρόλο τον τρανό χωρίς αναλγησία
την αληθειά που κατέχεις μην την αποβάλλεις
στον μάταιο τούτο κόσμο.
Την θέαση σου χάρισε την στην αγάπη,
 στα παλιά βιβλία, στα ματαιωμένα όνειρα των θνητών.
Κάνε τον πόνο γιατρειά την θλίψη έκθεμα συμπόνοιας.
Θέλω να σε δω αληθινά μέσα από την αρχέγονη θωριά σου.
Μα κι αν με προλάβει το πλήρωμα του χρόνου
 συγχώρα με
για την έλλειψη μου  γίνε συ η υπερβολή μου.
Μάθε άγγελε μου να πετάς κι όλα τ’άλλα ασ’τα σε μας

Πολύ η μοναξιά


Όταν σβήσουν τα  φώτα, 
όταν βγει το Ζ,
Όταν δώσει τίτλους τέλους
 ο κινηματογραφιστής,
Μετά το «κι άλλο» στη συναυλία 
ήδη έχεις τελειώσει
Όταν βαπτιστείς αδειούχος
 τίθεσαι άδειος τελικά,
Όταν βρεθείς σε κρεβάτι πόνου 
υπό την εποπτεία επώνυμης γιατρέσσας,
Όταν σπείρεις τον καρπό,
Κάθε μέρα που κλείνεις τα μάτια
Πού είσαι; τι ζητάς;

Όλα σε μια εικόνα



Τη δύναμη μου θα αντλώ
 από τη φωτογραφία σου και μόνο
το βλέμμα σου το σοφό
 θα χω για οδηγό,
θα σε για μένα μια ανάμνηση διαρκείας
παράδειγμα λατρείας.
Όσα δε μου πες τα συναντώ
 ψάξε, μάθε, πρέπει να πράξεις
ο χρόνος ήταν και θα ναι λίγος
 ξύπνα γίνε κινητήρας
από εργαστήριο βγήκες και συ
όσο και αν σε ενοχλεί
κώδικες και αριθμοί
 χαραγμένοι στη στιγμή
βαθιά στο στήθος του καθενός
οδηγούν στη σκέψη του ενός.
Σου φαίνεται σαν ρόδα που γυρίζει
 την αρχή και το τέλος που ορίζει
μα σαν αντικρίσεις τα θαλασσινά νερά
που τα ζώνουν άπειρα νησιά
μην ξεχάσεις το παραμύθι 

Μιμνέρμου επήρεια



Σε μια ουράνια μελωδία θα αφεθώ
διάρκεια αιώνια ας έχει,
έκστασης πάθος ας γενεί.
Τιποτένιες  οι τεχνικές,
 λιγοστοί οι άθλοι.
Tο πανηγυράκι νωρίς τελείωσε,
 ώρα να κοιμηθείς.
Kι αύριο μέρα ξημερώνει,
άλλη μια τρυπούλα στο νερό να κάνουμε μαζί.
Tαμιευτήριο είναι αυτό
θυσία στη ζωή,
σαν να τανε βαλτοί να μου ξεκάνουν την νιότη,
να με ξυπνήσουν στα σαράντα
και να μιλούν για τα αναδρομικά.
Ώριμος σε εισαγωγικά
 δεν θέλω να απαντήσω,
σ  ένα εξοχικό σαν αυτό της εκδρομής
 δεν θέλω να απηυδήσω.
Αγέρωχος θέλω να σταθώ,
απών στην επίκτητη χολέρα,
και μες της νιότης τον σκοπό να τρέχω να χορεύω.
Kι οι εραστές του ονείρου
και η  φαντασίωση της εντριβής
και η αναίρεση του “ίσως”,
μάλλον κυνήγι σε αυτά,
 προστάζει τώρα η συνήθεια.
Σαν ρημάζεται το δέντρο της ζωής,
 χαράμι πάει η νιότη.
Όλα σε τούτο το βωμό θα μπερδευτούν
 και για πάντα θα χαθούν.

Η παιδούλα

Όμορφη και αγέρωχη
έστεκε σαν μια γλυκιά παιδούλα,
και ας την εχτύπαγε ο χρόνος,
σαν ποίημα σχολικό της ντροπής την νιότη είχε,
σαν να ξεγέλασε το χρόνο,
την παιδική ψυχή κι ας είχε,
πριγκίπισσα στο πάλκο έστεκε
σα να μην την έβρισκαν οι αντάρες.
Της νιότης τα κελεύσματα υμνούσε,
σα να ταν το κοινό μικρά παιδιά.
Μα δεν ήθελε να δει τα χρόνια αποτυπωμένα,
τα πρόσωπα σα ξένα,
τα βάρη στην καρδιά,
την αγάπη που χε χάσει,
το τρένο που χε περάσει.
Ίσως και να νύχτωσε,
παραίσθηση ας έχω,
κι ας υμνεί της νιότης την αυγή.
Χρέη δεν έχει η ψυχή
και αυτό ας το γιορτάζει
το υπόδειγμα σου ακολουθώ
και πάντοτε θα σε υμνώ!

                

Έπρεπε



έπρεπε να ακολουθήσεις
εγρήγορση, τέμνουσα διαύγεια
πινελιές γεμάτες αναλαμπές,
 ανοδική δείχνει πια η πορεία.
Ιερό το ξύλο μαγεμένη κι η καρδιά μου
σβήνει το κερί μαζί κι η φλόγα
η τριαδική ανάσα φωνάζει στη τριχρωμία
εσύ μπλε να μείνεις σταθερή
γαλάζια να κρατείς γερά
 ισορροπία στις άλλες δυο
και συ χρυσή φτάσε αν μπορείς τον ουρανό.
Έπρεπε να ακολουθήσεις.
Κάποιος σου χτυπά την πόρτα,
για πήγαινε και δες μήπως φέρει τόξο και φαρέτρα
λειψό σε κρίνει για τα επίκαιρα
ανεπαρκή στα δεδομένα
ημιτελή σε ανούσιες προσπάθειες
φαινομενικός προδότης.
Ήρθε για άλλη μια φορά ο μικρός θεός
και φέρει τη φαρέτρα,
 μα του λείπουν δυο βέλη
γιατί λένε ότι γεμίζει με εικοσιτρία
και γω μόλις μέτρησα εικοσιένα.
Το πρώτο τρύπωσε στον δεξιό μηρό μου
δε με λάβωσε πολύ,
μα το δεύτερο με τρύπησε στο στέρνο
και βγήκε απ’την άλλη
κάπου στο ύψος της καρδιάς.
Άδικη θαρρώ τη δεύτερη βολή
γιατί μονάχος υποφέρω απ’ αυτήν
χίλια κακά μου φερε
και η λατρεία μου τ’ αγνόησε.
Έπρεπε θα μου πεις,
έχεις το χάρισμα της νιότης
κι όμως συ αργογέρνεις ντροπιασμένος,
συ που χες μάθει να κοιτάς ψηλά
τώρα κατάχαμα φωλιάζεις τη θωριά σου

Γνώριμη αντανάκλαση



Σ’ ένα σύνηθες δώμα
 περιορισμένος σ’ έναν φορτισμένο χώρο
τίποτα δε διαπερνά το μετά
σε πλημμυρίζει τώρα
 αύριο ξεχασμένο θα ναι,
σα να ξεκινά ο ποιητής
κάποιον άθλο ξέχασε
τι σου ξύπνησε;
τι σου θύμισε;
τη λησμονιά δε τη φοβάται,
 θα το ξαναβρείς άλλο μην ανησυχείς,
πίσω είναι και χαμογελά
 μαζί σου παίζει και γελά.
Μα αν το κατσουφιάσεις
θα αργήσει να φανερωθεί
κρύος καιρός μεγάλη προσμονή
 ουδέτερη η ώρα
να ταν καλό το φανερωθέν
 να σου πει το λυτρωθέν.
Χαρμόσυνο σινιάλο
 μα μυαλό γω δε βάζω.
Τι το θες το αμαρτηθέν
γύρευε το αληθέν.
Λανθάνουσα ιδιότητα θαρρείς πως έχεις
ήμερα τρέχουν τα άλογα
 στον ρου της λογικής,
τα συν και τα πλην μπερδεύονται
δέχεσαι τον κόσμο όπως είναι,
κίνηση ζωντάνια.
Ποια να ναι η αλήθεια
σα θα πέσω να κοιμηθώ
τι όνειρα άραγε θα δω; 
νότες σκέψεις
κάποιος μόλις τράκαρε,
αργά το βράδυ
τα πουλιά κοιμούνται;
σε τριάντα με σαράντα χρόνια
 θα χω βυθιστεί σε ύπνο
εσύ πού θα σαι;
σύντομη αντανάκλαση
 ξεχασμένη διαίσθηση
μπλε μου δωσαν την μελάνη
 σα τη θάλασσα
κάποιος σου προλόγισε τη ζωή
 στο χέρι σου βρίσκεται η αλλαγή
πάλι νησιά θα δεις σε όνειρο
το νόημα γνωστό σε κάποιους
μα η διάγνωση προβλέπει αμνησία



Αντάμωση στην 21η



Ιλιγγιώδης εναρμόνιση με το ερέθισμα.
Ένα κλισέ σκίρτημα στην απρόσωπη λεωφόρο,
φαινομενική ταραχή στην γνώριμη πλέον έκβαση.
Λίγο το άρωμα λίγο τα φτιασίδια
κι ΄αντε να τον μαζεύεις τώρα.
Μια νέα περιπέτεια θα προβάλλει ξανά στο σινεμά
μα το τέλος δεν αξίζει να το δεις.
Σκηνοθετική η προσέγγιση μα τα εύσημα πάνε σε άλλους
αντάξιος πρέπει να φανώ
σαν αυτούς που βαστούν γερά στα πόδια τους
σε μια γη που συνεχώς γυρίζει
που ξέρουν μποτιλιαρισμένοι να οδηγήσουν
απροσπέλαστοι στο νοητικό λογισμικό.
Παθητική η δύναμη φωνάζει την ασφάλεια
μα ασφάλεια δε βρίσκει εκεί.
Περιοδικός και ημερήσιος τύπος,
τροποποιημένες ερωτικές συνταγές.
μεταλλαγμένες τροφές του νου
 και έτοιμο το κορίτσι.
Τουλάχιστον το άρωμα κρατά,
όξινη ανάμνηση μιας κάποιας εποχής.
Ξεθωριασμένο ομοίωμα θηλυκής αύρας
τότε τ’ ονομάσανε ανδρείκελο
τι στέκει και τι τραβά,
μα νομίζω πως ανάξιο προσοχής
και ατημέλητου ενδιαφέροντος θα ναι.
Αναστατώθηκε η αχόρταγη ύπαρξη
φύγε μην τα’ ακούσεις κιόλας.
Άραγε τι όνειρα θα βλέπει η μαμά της;
μάλλον ένα φωτεινό πρίγκιπα
Θα φαντασιώνεται κι αυτή
πολλά αξιώματα ας έχει
κι ας ειν’ κι άσχημο.
Κα Πριγκιποπούλου
ας αρκεστούμε στο ζεστό το βλέμμα
κι ας έμεινε λειψό,
                                   κοίτα για πότε άναψε το πράσινο!

Στον αγιασμένο εκείνον τόπο


Θεϊκή στιγμή σαν ανταμώνουν οι ψυχές,
καλλιγραφία μες το άχρηστο τοπίο
σκιρτήματα ζητούνε και όλα πια ζούνε
αλλόκοτη εμβάθυνση μιαν άυλη θετική πλεύση
να το καράβι καταφτάνει και απέναντι σε φέρνει
οι γλάροι ζωσμένοι στο κοσμικό σκοινί σου ζητούν τροφή.
Η συγκίνηση μεγάλη μα ο πόνος παραμένει
κάπου με προσμένει,
θεϊκή ψυχή που από τον βάλτο θα με τραβήξει
και που όλα τα όνειρα θα μου τα εξηγήσει.
     Έλα σε εκλιπαρώ φώτισε μου την πορεία
 χωρίς αναλγησία
 μεγάλα νοήματα κι υψηλές ψυχοαπαλλαγές
 βγες μπροστά μου τώρα αν θες,
χιόνια και δύσκολες διαδρομές
 δεν θα απαρνηθώ
την καρδιά σου λησμονώ,
έλα κι αντάμωσε με
μες την αλήθεια σου μέθυσε με


Προμήνυμα του τέλους



Ότι κι αν κοιτάξω μου γελάει
μα όταν το αγγίξω τότε σπάει
ότι κι αν γνωρίσω με ξεχνάει
πίσω δε γυρνάει

ένα ντεζαβού δίχως τέλος
μου λέει ότι ρίχτηκε το βέλος

ψεύτικα χαμόγελα δήθεν καταστάσεις
πες μου τι στέκεσαι
τρέξε να προφτάσεις

οι όμορφες στιγμές σπάνια κρατούν
μιας και αντίπαλος του κόσμου τούτου
ειν’ ο χρόνος
 που όλα τα πνίγει και ξεχασμένα τ’ αφήνει

φράγμα ζωντανό στης σκέψης τον ειρμό
πάντα συναντώ
αδύνατον να σπάσει
ήδη σ’ έχω χάσει

να σε βλέπω να κατεβαίνεις
 τη σκάλα που μας χωρίζει
καθώς το πρόσωπο σου θα τη φωτίζει
κι αν ποτέ παραπατήσεις τότε θα ξέρεις
που θα με συναντήσεις



Σκοτοδίνη


Οι εχθροί του ήλιου πλήγωσαν
το ειδύλλιο του κόσμου
πέσανε σε μαύρα μονοπάτια
δύσκολα χτίζονται τα σκαλοπάτια

Το εξυπνότερο από τα ζώα
παντρεύτηκε το μαύρο
το κανε αγαπημένο του χρώμα
και το αγάπησε σαν της πατρίδας
του το χώμα

Πανάγιος ειν’ ο Θεός
και για όλα αυτά φροντίζει
μα σαν κακία ανταμώσει
τότε θε να λιώσει

Τώρα που οι σκέψεις βάρυναν τον νου
κρύφτηκε το φως
τα αδιέξοδα πολλά το γυρίσαν σε καυγά
στη πληθώρα των ερωτήσεων
στερεύουν οι απαντήσεις, για δες
μαλώνουν τις αναζητήσεις

Σκοτάδι διαρκείας μια ανάπαυλα ησυχίας
η ανακούφιση μεγάλη μα ο πόνος παραμένει

Ασήμαντες γινήκανε οι φωνές των ζώντων
άκου εκεί στο βάθος
ηχούν ακόμη οι κραυγές των επιζώντων


Δωμάτιο μαθητού


Βαδίζω στο δωμάτιο ενός μαθητού
για να βρω μια σελίδα,
προς καταγραφή σκόρπιων εννοιών,
στην μέθη την τρελή
 φαντάζουν σα σοφίες,
τον άνεμο μου πες μην φοβηθείς
στην ευθεία μου πες
προσπάθησε να οδηγείς.
Καθοδηγητές
 στα υψήλα και στα άφθαρτα
ας έχω την αγάπη .
Μα γω γειωμένος θα οδηγώ
προς την θεία Δέσποινα
 θα μεγαλουργώ.
Το απροσδιόριστο
 κι  αλλόκοτο
 ας γίνει πλοηγός
δε γίνεται αλλιώς,
τρέλα και αμαρτία
                                απιστεύτου κάλλους απροσδιοριστία. 

Το στοιχειό


αλλόκοτο τοπίο,
συγκερασμός πληροφοριών,
αντιδικώ με τον μεγίστο εαυτό.
Πού να σαι τώρα
 που μιαν ανάγκη χω και γω,
εξαφανισμένη θα σαι και συ θαρρώ.
Κι αν όλα ψέμα τρελό αποδειχτούν,
τότε σ’ ένα κήπο με ευκαλύπτους
 θα κρυφτώ.
Στη γύμνια θα ομολογήσω,
όλα τα ξόρκια θα ξεφτίσω.
Γριές ξεμωραμένες μάγισσες
εγώ θα τις νικήσω.
Στον ουρανό εκεί ψηλά
εμένα θα δεις
 που και που να αλληθωρίζω.
Το πιο πεισμωμένο
 απ’ όλα τα στοιχειά,
ζωή και ενέργεια ζωσμένο,
εμένα θα δεις
 που και που να τριγυρίζω.

Προμήνυμα του τέλους



Ότι κι αν κοιτάξω μου γελάει
μα όταν το αγγίξω τότε σπάει
ότι κι αν γνωρίσω με ξεχνάει
πίσω δε γυρνάει

ένα ντεζαβού δίχως τέλος
μου λέει ότι ρίχτηκε το βέλος

ψεύτικα χαμόγελα δήθεν καταστάσεις
πες μου τι στέκεσαι
τρέξε να προφτάσεις

οι όμορφες στιγμές σπάνια κρατούν
μιας και αντίπαλος του κόσμου τούτου
ειν’ ο χρόνος
 που όλα τα πνίγει και ξεχασμένα τ’ αφήνει

φράγμα ζωντανό στης σκέψης τον ειρμό
πάντα συναντώ
αδύνατον να σπάσει
ήδη σ’ έχω χάσει

να σε βλέπω να κατεβαίνεις
 τη σκάλα που μας χωρίζει
καθώς το πρόσωπο σου θα τη φωτίζει
κι αν ποτέ παραπατήσεις τότε θα ξέρεις
που θα με συναντήσεις



Ακροατήριο


Ψάχνεις το ακροατήριο μα αυτό καλά κρατεί
εκεί στα σκοτεινά
πρώτη θέση ορίζει τις βουνοκορφές
χειροκρότησε αν θες,
δεύτερη θέση κάτω από τα νερά
δες τους καθαρά,
τρίτη θέση μες την συννεφιά
 πάνω εκεί ψηλά.
Μιλάς και σε ακούνε
 τραγουδάς και αυτοί μεθούνε.
Σαν αυτοί κοιμούνται συ ξυπνάς
μα ψάχνεις
χωρίς να βλέπεις,
το εισιτήριο ας γίνει η ψυχή σου
 μες τον καθάριο ουρανό
η ορατότητα μεγάλη
 δες την κι από την άλλη.
Σκηνή ορίζουν την ζωή
 επιλέχθηκες κι εσύ,
 παίξε τώρα καθαρά
δε σου ζητήσανε πολλά
 δες τους έστω μια φορά
πέταξε γι αυτούς εκεί ψηλά


Μια σπίθα

φθορά του καπνού με το βήμα του λαγού,
δυο δυο σα το δοξάρι τα κρατώ
ως πότε θα μπορώ;
αντέχω επαληθεύω τους νόμους τους υλικούς
κόκκινο σε μαύρο, μαύρο σε εξαφάνιση.
Με μαύρα ρούχα ντύνεται και η λύπη
βάλλει στο φως, του ρίχνει μαύρο πέπλο,
σκεπασμένο  αυτό σε λίγο τ’αποβάλλει,
εναλλάσονται οι ρόλοι,
 ο φυσικός κάνει λόγο
για περιοδικότητα φαινομένων.
Ταξίδι με το πλοίο, ταξίδι με τον ύπνο,
ταξίδι στον αέρα, πώς φεύγουνε από δω πέρα;
γι αυτό σου λέω γέμισε το ποτήρι
σαν να ταν η τελευταία η φορά
κράτα τη σπίθα αναμμένη όπως αυτή ξέρει.
Είσαι και συ ένα από τα δέντρα της ζωής
στα κλαδιά σου ανεμίζουνε οι ελπίδες τους
στον κορμό σου στηρίζουν τα όνειρα τους,
μα οι ρίζες σου καλά κρατούν
ζωσμένες στα άγια νερά
ξορκίζουν το κακό
 γίνονται ένα με τη λησμονιά
ξυπνούν στον εφιάλτη
κοιμούνται την αυγή
γίνονται ένα με την σπίθα

Αρμονικές περιστροφές



αρμονικές περιστροφές
στον ήχο της πρώτης γουλιάς
στην συναρμολόγηση των έντιμων λέξεων
πίσω από ένα καθάριο νεύμα.
Εναλλασσόμενες γεύσεις
τρία ποτήρια με ξένες γεύσεις,
λίγο γλυκό στο ξινό,
απ το ξινό στο αδιάφορο
και ξανά στο γλυκό.
Η επέμβαση στα πράγματα
που δεν σου ανήκανε ποτέ.
Η απροσδιόριστη νοσταλγία
στο αντίκρισμα των θαλασσών.
Φεύγει το ν στο ξύλο
και η νόηση στο παν.
Ποιά θεία σπίθα σ’ έφερε εδώ
άδειασε το ποτήρι σου
τράβα προς την νίκη.
Ήσουν στο Η υιός φωτός
ΕΡ και ΒΑΛ και όμορφη και δίκαιη
συνεχής πόρευση,
ωδή στο άπειρο
ύμνος στο τετελεσμένο.


Πάνω απ' όλα Άνθρωπος

στο βασίλειο της μεγαλοσύνης
στην αγνότητα της θέρμης
κάπου εκεί πρέπει να κρύβεται κι ο Θεός
μες την απέραντη πλάνη
μια σπίθα ένιωσα και γω
πόνος παιδικής πληγής
μα το φως δεν εφάνη
κρύο και έρημο απέμεινε το γεφύρι
κι άντε τώρα συ να το διαβείς

Το νεογνό


Συμπαθητική αμηχανία
σα τη ντροπή μικρού παιδιού
ανύπαρκτη η κακία
στα πιστεύω αυτουνού

κάτι σα νεοσσός
που δεν ξέκοψε απ’τη φωλιά
τα άλλα πέταξαν μακριά
φύγανε στη ξενιτιά
αυτό θα μείνει στη φωλιά
αναπολώντας τα παλιά

στίχοι τριγυρίζουν στο μυαλό του
χιλιοτραγουδισμένοι αγαπημένοι
μα δε του ανήκανε ποτέ
του ζητήσανε να τους υιοθετήσει
και αυτό τους είπε ναι

Θα τρέξουνε τα χρόνια
το ξέρει πια καλά
μα αυτό θα μείνει ίδιο
κι ας λένε πως κρύφτηκε ο ήλιος

Κουτάκια

Η μελαγχολία  στην αρχιτεκτονική των χώρων
στα άψυχα γραφεία του προς το ζην
τα οικήματα του ευ ζην
κολίτιδα διαγνώσκει ο γιατρός
βρε τι ματαιοδοξία
στον αρχιτέκτονα έδωκα πολλά
ο μηχανικός μου πήρε άλλα τόσα
όσο για την διακοσμήτρια,
της έδωσα μια πίπα
έτσι για τη προίκα

Είμαστε ένα

φωτογράφησα τη δική σου τη μορφή
με του μυαλού μου τη μηχανή,
πόζες και φιλμάκια τα κρυψά καλά
σε μια βαθιά γωνιά
την ονόμασα γιατρειά.
Ετοιμάσου, χαμογέλα,
σε λίγο δε θα χω φωτισμό.
Μα τον ήλιο ξέρω
δε μπορείς να δεις
της ψυχής σου τα κελεύσματα
προσπαθείς να αγνοείς.
Το πες ενθουσιασμό,
το δες συναίσθημα απλό.
Ουρανοκατέβατη μου αλήθεια
ανούσια όλα πια
τη δάγκωσα και γω για τα καλά
δικά μου θέλω τα καλούπια τώρα πια
μιας και επενέβη η φθορά.
Μεθυσμένη μου λήθη
πρόσθεσε το στερημένο άλφα
να δούμε την αλήθεια.
Φοβάμαι και φοβάσαι
η μοίρα μας τύφλωσε στη ζάλη
τόσα τα κοινά που μας ενώνουν
τα κενά μας ανταμώνουν


Είμαστε Ένα
Ας τρέξουμε
Στο ουράνιο το Ένα